>  Δημοσιεύματα   >  Νέος Πτωχευτικός Νόμος και «Δεύτερη Ευκαιρία»: Είναι πράγματι εφικτή η απαλλαγή των οφειλετών;

Νέος Πτωχευτικός Νόμος και «Δεύτερη Ευκαιρία»: Είναι πράγματι εφικτή η απαλλαγή των οφειλετών;

Η εισαγωγή του νόμου 4738/2020, με τίτλο «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας», ο οποίος ψηφίστηκε και εφαρμόζεται μόλις τα τελευταία τρία έτη, μετέβαλε σημαντικά το πτωχευτικό δίκαιο, αφού ουσιαστικά ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη, σε μία ενιαία νομοθετική ρύθμιση, ευρωπαϊκές οδηγίες αλλά και ειδικότερες ρυθμίσεις με στόχο, όπως περιγράφεται και στον τίτλο του ως άνω νόμου, την ρύθμιση των οφειλών, τον καθορισμό της πτωχευτικής διαδικασίας αλλά και την δυνατότητα των οφειλετών για απόκτηση μιας «δεύτερης ευκαιρίας».

Για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων και την ευρύτερη στήριξη, προστασία αλλά και εξέλιξη την αγοράς, όπως περιγράφεται στην σχετική ευρωπαϊκή οδηγία, εισάγεται με τον νέο πτωχευτικό κώδικα, μία σημαντικότατη αλλαγή στην πτωχευτική διαδικασία, η οποία δεν είναι άλλη από τον διαχωρισμό της πτώχευσης από την εμπορική ιδιότητα, σε αντίθεση με το τι συνέβαινε από καταβολής του πτωχευτικού δικαίου της χώρας μας. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το του άρθρου 76 §1, ο νέος πτωχευτικός νόμος, παρέχει την πτωχευτική ικανότητα όχι μόνο σε όσους διαθέτουν την εμπορική ιδιότητα, αλλά και σε όλα τα φυσικά πρόσωπα ανεξαιρέτως.

Πέραν της «καινοτομίας» στο ποιος δικαιούται να πτωχεύσει, στον νέο νόμο έχουν ενσωματωθεί και προϊσχύουσες  διαδικασίες παράλληλες της πτωχευτικής, όπως για παράδειγμα ο Νόμος 4307/2014 («Νόμος Δένδια»), που δεν υπαγόταν στον Πτωχευτικό Κώδικα, καθώς και ο «νόμος Κατσέλη» (Ν. 3869/2010) για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, οι οποίες έχουν πλέον καταργηθεί.

Πώς όμως δίνεται η δυνατότητα σε κάποιο φυσικό πρόσωπο να πτωχεύσει; Αρχικά λοιπόν, για να μπορέσει ο οποιοσδήποτε οφειλέτης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να κηρύξει πτώχευση, πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών, δηλαδή να μην δύναται -επί μονίμου βάσεως και πραγματικώς-  να αποπληρώσει τις χρηματικές του υποχρεώσεις, είτε απέναντι στο Δημόσιο, είτε σε οποιοδήποτε άλλο πιστωτή του. Η μεγάλη αξία της ως άνω ρύθμισης παρατηρείται, ωστόσο, στα φυσικά πρόσωπα εκείνα, που ως μέτοχοι ή μέλη του διοικητικού συμβουλίου μιας Α.Ε., παραδείγματος χάριν, έχουν εγγυηθεί και ευθύνονται εις ολόκληρόν με την εταιρεία. Με το παλαιό καθεστώς, τα ως άνω πρόσωπα έπρεπε να θεωρηθεί ότι διέθεταν την εμπορική ιδιότητα, ως πράττοντες για λογαριασμό της εταιρίας, και να ενταχθούν στην πτωχευτική διαδικασία, ή να επιλέξουν την ένταξη τους σε κάποια άλλη διαδικασίας ρύθμισης οφειλών, όπως αυτή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Πλέον, μπορούν και εκείνοι να πτωχεύσουν, να ρυθμίσουν τις υπέρογκες οφειλές τους και να απαλλαγούν μελλοντικά από αυτές.

Εν συνεχεία, ακόμη μία, μάλλον θετική ρύθμιση, και ιδίως όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι εκείνη που προβλέπεται στο άρθρου 78 §2, του ν. 4738/2020, δηλαδή η δυνατότητα πτώχευσης «μικρού αντικειμένου», η οποία αποτελεί μια πιο απλοποιημένη, θα λέγαμε, διαδικασία. Ως πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, ορίζονται «αυτές οι οποίες ο οφειλέτης ικανοποιεί τα κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας, του άρθρου 2 του ν. 4308/2014». Για τον προσδιορισμό της πολύ μικρής οντότητας συγκεκριμένα ισχύει ότι «στην περίπτωση των νομικών προσώπων, εάν το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ δεν θεωρούνται πολύ μικρή οντότητα. Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, το κριτήριο που αφορά το ενεργητικό εφαρμόζεται στην περιουσία του προσώπου. Ως προς την ακίνητη περιουσία του προσώπου, η αξία αυτής προκύπτει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11.»  Επομένως ως πολύ μικρή οντότητα νοείται  για τα νομικά πρόσωπα ο κύκλος εργασιών τους να μην υπερβαίνει τα 2.000.000€, και αναλογικά το ενεργητικό των φυσικών προσώπων να μην ξεπερνάει τα 2.000.000€, ο οποίος υπολογίζεται βάσει της φορολογητέας αξίας για τον υπολογισμό του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

Αλλαγές συναντάμε και στην ίδια την διαδικασία της πτώχευσης, η οποία επίσης κινείται στην κατεύθυνση της φιλοσοφίας της «δεύτερης ευκαιρίας», αφού αρχικά, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα και στα φυσικά αλλά και στα νομικά πρόσωπα, να υποβάλουν αρχικά αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών τους. Όσον αφορά τώρα, την αίτηση της κήρυξης της πτώχευσης, τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να υποβληθεί είναι αρχικά ο ίδιος ο οφειλέτης, ενώ η ίδια αίτηση μπορεί να υποβληθεί και από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, αλλά και από τους πιστωτές. Ο τρόπος υποβολής της αίτησης, είναι ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας, και προφανώς σκόπιμο είναι η αίτηση να υποβάλλεται από δικηγόρο.

Τι γίνεται όμως μετά την κήρυξη πτώχευσης; Ο οφειλέτης απαλλάσσεται από το χρέη του;

Ο οφειλέτης είναι δυνατόν να απαλλαγεί από τα χρέη του, τρία (3) χρόνια μετά την κήρυξη της πτώχευσης ή την εγγραφή του στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Βεβαίως, εδώ, πρακτικά τα κριτήρια της απαλλαγής δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τον προϊσχύοντα κώδικα. Για να καταφέρει ο οφειλέτης να απαλλαγεί από το δικαστήριο, οφείλει να αποδείξει ότι και πριν αλλά και κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, δρα με καλή πίστη και δεν έχει ενεργήσει δολίως, ήτοι να έχει αποκρύψει περιουσιακά στοιχεία ή να τα έχει μεταβιβάσει σύμφωνα με τις διατάξεις για την καταδολίευση δανειστών. Επιπλέον, η απαλλαγή του είναι δυνατόν να επέλθει σε συντομότερο διάστημα ενός έτους από την υποβολή της αίτησης, στην περίπτωση που στην πτωχευτική περιουσία συμπεριλαμβάνεται η κύρια κατοικία του οφειλέτη ή διάφορα περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν όμως το 10% των υποχρεώσεων του, και ταυτόχρονα η αξία τους δεν είναι μικρότερη των 100.000 ευρώ.  Σαφώς, δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο οφειλέτης απαλλάσσεται από όλες του τις οφειλές (ατομικές αλλά και με συνυπευθυνότητα), οι οποίες έγιναν πριν την υποβολή της αίτησης για την πτώχευση. Εκτός αυτού, το γεγονός πως υπάρχει η δυνατότητα απαλλαγής από τα χρέη, μέσω την διαδικασίας ρύθμισης των οφειλών, δεν σημαίνει πως ο νόμος αυτός προάγει την δημιουργία χρεών. Ο οφειλέτης, ο οποίος θα πτωχεύσει και θα καταστεί «πτωχός», θα απαλλαγεί των χρεών του, αφού απωλέσει σε κάθε περίπτωση όλα τα περιουσιακά στοιχεία εκείνα τα οποία μπορούν να ενταχθούν στην πτωχευτική περιουσία και να ρευστοποιηθούν ώστε να τακτοποιηθούν οι οφειλές του, εξαιρουμένων, σαφώς, των ακατάσχετων (π.χ. μισθοί).

Μπορεί, λοιπόν, ο νέος αυτός πτωχευτικός νόμος, να δημιουργήθηκε ώστε να προωθεί η δυνατότητα των οφειλετών για μια πιο αισιόδοξη ρύθμιση των χρεών τους, με εφικτό ορίζοντα την απαλλαγή τους και την δεύτερη ευκαιρία στην επιχειρηματική ζωή, ωστόσο προστασίας τυγχάνουν και οι πιστωτές, οι οποίοι με την δυνατότητα των προσφυγών και των αιτήσεων τους, μπορούν να σταθούν ανάχωμα στην απαλλαγή αυτή ή να παρατείνουν την προθεσμία αυτής, με απόφαση πάντα του δικαστηρίου.

Σε κάθε περίπτωση, η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση, αποτελεί την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη, του θεσμού της δεύτερης ευκαιρίας, θεσμός που αν καταφέρει να αφομοιωθεί, όχι μόνο θα οδηγήσει στην εξομάλυνση διαχρονικών προβλημάτων της αγοράς, όπως τα αιωνίως ανεξόφλητα χρέη, αλλά παράλληλα θα δώσει στον «πτωχό» μια ευκαιρία, αφού απαλλαγεί ή ρυθμίσει ρεαλιστικώς τα χρέη του, να εκκινήσει ξανά την δραστηριότητα του, χωρίς να δρα παρανόμως, εις βάρος της εθνικής οικονομίας αλλά και του ίδιου του εαυτού. Γίνεται επομένως αντιληπτό, πως ο νέος πτωχευτικός κώδικας ενσωματώνει και συγκεντρώνει παράλληλες ρυθμίσεις, προστατεύοντας από την πολυνομία, διαφυλάσσοντας την ίδια στιγμή την ασφαλέστερη και πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του πολυπαθούς στην χώρα μας ζητήματος της πτώχευσης.

Το μόνο που μένει είναι να δούμε αν και στην πράξη θα αποτελέσει ο νόμος αυτός, την φιλόδοξη εκείνη αλλαγή στο πτωχευτικό σύστημα που θα επιφέρει εμπράκτως ευεργετικά αποτελέσματα τόσο στους οφειλέτες όσο και εν γένει στην εγχώρια οικονομία.